- ἰπνεύετο
- ἰ̱πνεύετο , ἰπνεύωdryimperf ind mp 3rd sgἰπνεύωdryimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπνεύω — ἰπνεύω ή ομαι (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο 2. παθ. ἰπνεύομαι (κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο» … Dictionary of Greek